- ισοτροπία
- ηφαινόμενο κατά το οποίο ένα σώμα έχει μια ιδιότητα σταθερή ως προς όλες τις μέσα του κατευθύνσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισοτροπία — Φαινόμενο κατά το οποίο οι ιδιότητες ενός μέσου είναι ανεξάρτητες από τη διεύθυνση προς την οποία εξετάζονται. Για παράδειγμα, τα φωτεινά κύματα στα ισότροπα μέσα διαδίδονται με την ίδια ταχύτητα, η θερμική αγωγιμότητα στα μέσα αυτά είναι η ίδια … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… … Dictionary of Greek
ομοιοτροπία — η (Α ὁμοιοτροπία) [ομοιότροπος] 1. η ιδιότητα τού ομοιότροπου, το να γίνεται κανείς ή κάτι με όμοιο τρόπο («το πεπτικό σύστημα τών μηρυκαστικών χαρακτηρίζεται από ομοιοτροπία») 2. ομοιότητα ηθών, χαρακτήρα ή τρόπου ζωής νεοελλ. (ορυκτ.) η… … Dictionary of Greek